ἀπομιμουμένη

ἀπομιμουμένη
ἀπομιμέομαι
express by imitation
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
ἀπομῑμουμένη , ἀπομιμέομαι
express by imitation
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”